- καταγελάσωσιν
- καταγελά̱σωσιν , καταγελάωlaughaor subj act 3rd pl (doric aeolic)καταγελάωlaughaor subj act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.